ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1795 /2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 που αφορά "Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις" ορίζεται ότι "1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που : α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την των κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και β) που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. 3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά". Ακολούθως στις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του ιδίου νόμου, γίνεται αναφορά στη διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού, το αρμόδιο δικαστήριο και ακολούθως την κατάθεση των εγγράφων στη γραμματεία του δικαστηρίου και ιδίως της αίτησης, για την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον αυτού. Εξάλλου η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειες της, προκειμένου δε να αντιμετωπιστεί το πραγματικό, ιδιαίτερα μεγάλο και οξυμένο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας κατά τρόπο ουσιαστικό, σύγχρονο, θεσμικό, εναρμονισμένο με τις επιταγές ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους δικαίου, οδήγησαν στη θέσπιση των διατάξεων αυτών του νόμου, με τους κατά όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει (βλ. σχ Αιτιολογική Εκθεση). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, ορίζεται η διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας και προστασία κύριας κατοικίας ειδικότερα "1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 2. Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό". Κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 19 του νόμου αυτού ορίζεται ότι "1. Για έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως απαγορεύεται πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9. 2. Αιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 υποβάλλονται μετά την πάροδο πέντε μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ιδίου νόμου "η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου 2010, εκτός από τα άρθρα 20 και 21η ισχύς των οποίων αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως", η οποία (δημοσίευση) έγινε στις 3-8-2010.Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 40 του ν. 3858/2010: Διασυνοριακή πτώχευση/τροποποίηση Πτωχ. Κώδ. "Αναστολή πλειστηριασμών. Αναστέλλονται από την 1η Ιουλίου 2010 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2010 οι πλειστηριασμοί, οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, από πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες παροχής πιστώσεων και από τους εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών".Τέλος, με το άρθρο 36 του Ν 3910/08.02.2011, τροποποιήθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 19 παρ 1 ως εξής : "Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι την 30ή Ιουνίου 2011 απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παραγράφου 2 του άρθρου 9". Ενόψει των ανωτέρω, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή.Κατά συνέπεια, καθίσταται πλέον σαφές ότι ο νόμος αυτός αφορά σε μη εμπόρους φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα και της προέλευσης του χρέους, με την έννοια ότι χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα, που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα, μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του ως άνω νόμου (βλ. σχ. Μακρή Λ, Κατ' άρθρο ερμηνεία του Μ 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2010, σελ. 18). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1000 εδ. α' του ΚΠολΔ, "ύστερα από αίτηση του καθού η εκτέλεση, η οποία κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, το δικαστήριο του άρθρου 933, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία του πλειστηριασμού έως έξι (6) μήνες από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού, αν δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος και εφόσον προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα τον επισπεύδοντα ή ότι, αν περάσει το χρονικό αυτό διάστημα, θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηριασμό.
Αν με την αρχική αναστολή δεν εξαντλήθηκε το εξάμηνο, επιτρέπεται χορήγηση και δεύτερης αναστολής μόνον εφόσον συντρέχουν έκτακτοι λόγοι που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, όχι όμως πέρα από τους έξι (6) συνολικά μήνες από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού. Η αναστολή χορηγείται πάντοτε υπό τον όρο της καταβολής : α) των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού, τα οποία καθορίζονται κατά προσέγγιση στην απόφαση και β) του ενός τετάρτου τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου, εκτός αν για εξαιρετικούς λόγους, που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, το καταβλητέο έναντι του κεφαλαίου αυτού ποσόν πρέπει να οριστεί μικρότερο".Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού, η οποία χορηγείται, μετά από αίτηση του καθού η εκτέλεση, που απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό, υπό τους διαγραφόμενους όρους, προς το σκοπό προστασίας του οφειλέτη από προσωρινή οικονομική δυσπραγία ή (και τους δανειστές) από προσωρινή πτώση της τιμής του ακινήτου, με την προσωρινή και χρονικά οριοθετημένη διακοπή συνέχισης της διαδικασίας του πλειστηριασμό, έως έξι, μήνες από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμού. Κατά την ίδια ως άνω διάταξη κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό έναρξης του εξαμήνου αναστολής του άρθρου 1000 είναι ο πλειστηριασμός που αρχικά ορίστηκε, ανεξάρτητα από το αν αυτός ανεστάλη ή ματαιώθηκε, καθώς και από το αν είχε επισπευσθεί αυτός από τον κατάσχοντα ή οποιονδήποτε άλλον δανειστή που υποκαταστάθηκε.Αφετηρία επομένως είναι η επομένη της αρχικώς ορισθείσας ημερομηνίας και έκτοτε το εξάμηνο υπολογίζεται συνεχώς, ασχέτως αν εντός τους εξαμήνου ο επισπευδόμενος πλειστηριασμός είχε ματαιωθεί και λόγω διόρθωσης της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ή ανασταλεί με δικαστική απόφαση ή εκουσίως (με κοινή συναίνεση) και αυτό για να μην επωφελείται ο καθ' ου η εκτέλεση από τη ματαίωση ή εγκατάλειψη της διαδικασίας ή τη συμβατική αναστολή και έτσι διαιωνίζεται η διαδικασία, η οποία απονεκρώνει το αντικείμενο της εκτέλεσης και την οποία ο νόμος ποικιλοτρόπως προσπαθεί να περιορίσει χρονικά (ΑΠ 1315/1982, ΕΕΝ 50.588, ΠολΠρΘεσ 3828/1987 Αρμ 42.702, ΜονΠρΜυτ 520/1998 ΑρχΝομ 1999.810, ΜονΠρΛαρ 3351/2005 Δικογραφία 2005.554). Συνεπώς, αν πρόκειται για πλειστηριασμό που ορίσθηκε με την αρχική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, η εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την επόμενη ημέρα του αρχικού πλειστηριασμού. Λαμβάνεται υπόψη ο με την περίληψη κατασχετήριας έκθεσης καθορισμός του χρόνου ενέργειας του πλειστηριασμού, οπότε και οριστικοποιείται η ημερομηνία διενέργειας αυτού. Ο νομοθέτης παρέχει ευχέρεια αναστολής του πλειστηριασμού επί εξάμηνο με βάση την όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι την ορισμένη περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, εναντίον της οποίας βάλλει ο διώκων την αναστολή. Ωστόσο, δεν τίθεται θέμα εξαντλήσεως εξαμήνου προθεσμίας, αλλά θέμα αδυναμίας απομάκρυνσης πέραν του εξαμήνου από την ημερομηνία, η οποία καθορίστηκε ως χρόνος διενέργειας του πλειστηριασμού με την αρχική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης. Και τούτο για να μην επωφελείται ο καθ' ου η εκτέλεση από τη ματαίωση ή εγκατάλειψη της διαδικασίας ή τη συμβατική αναστολή και με τον τρόπο αυτό να διαιωνίζεται η διαδικασία, η οποία αποκεντρώνει το αντικείμενο της εκτέλεσης και την οποία ο νόμος ποικιλοτρόπως προσπαθεί να περιορίσει χρονικά (ΜονΠρΛαρ 3351/2005 Δικογραφία 2005. 554, ΜονΠρΣπ 1127/2005 ΕλΔνη 49.952). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή του, ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του από την καθής, προς ικανοποίηση απαίτησής της, με την υπ' αριθμ 1313/2010 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ΝΚ, διότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης λόγω κατάχρησης δικαιώματος εκ μέρους της καθης, ενόψει υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και η επισπευδόμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση θα πρέπει να ακυρωθεί, επικουρικά δε, να ανασταλεί, υπό τους όρους του άρθρου 1000 του ΚΠολΔ, για δύο ακόμη μήνες ο αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου του, ο οποίος επισπεύδεται από την καθής η αίτηση, δυνάμει της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και έχει προσδιοριστεί για την 02.03.2011, ορισθείσας ως αρχικής ημέρας του εν λόγωπλειστηριασμού της 14.07.2010, καθώς και να καταδικασθεί η καθής στα δικαστικά του έξοδα. Η αίτηση αυτή, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ. του ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη ως προς το κύριο αίτημα της στις διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ και του Ν. 3869/2010 και πρέπει να εξεταστεί κατ' ουσίαν, απορριπτέα δε κρίνεται ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, κατά τα όσα στη μείζονα σκέψη έχουν ήδη εκτεθεί, εφόσον ως συνομολογείται από την αιτούσα, παρήλθε ήδη η εξάμηνη προθεσμία από την αρχικώς ορισθείσα ημέρα του εν λόγω πλειστηριασμού (14.07.2010). Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρος του αιτούντος και της καθής, .όλων τωνπροσκομιζομένων εγγράφων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και την εν γένει διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα : με την υπ' αριθμ 13132/25.05.2010 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ΝΚ, κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση της καθής Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "....ΑΕ , και το διακριτικό τίτλο "... ΑΕ", η οποία εδρεύει στο Κορωπί Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, σε εκτέλεση της υπ' αριθμόν 12409/2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, προς ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως αυτής, ποσού 12.400,59 ευρώ, πλέον τόκων κι εξόδων, σε βάρος του οφειλέτη, οριζόντιος ιδιοκτησία - διαμέρισμα, με στοιχεία Β-1 του δευτέρου ορόφου οικοδομής, με όλα τα συστατικά και παραρτήματα της, επί οικοπέδου κείμενου στους Αγίους Αναργύρους Αττικής, επί των οδών......... και ..............................η (μετονομασθείσα ήδη σε οδό .............) εμβαδού (οικοπέδου) 434 τμ, του δε διαμερίσματος 75 τμ κατά τον τίτλο κτήσεως, ήτοι το με αρ 13373/1981 συμβολαίου το οποίο συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Β Κ, νομίμως μεταγεγραμμένου, όπου λεπτομερώς περιγράφεται, καθώς και την σχετική πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας. Η αξία του παραπάνω ακινήτου εκτιμήθηκε από τον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή στο ποσό των 55.000 ευρώ, το οποίο ορίσθηκε και ως τιμή της πρώτης προσφοράς, με τη με αρ 1316/2010 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, ενώ ο πλειστηριασμός ορίσθηκε να γίνει, ως προαναφέρθηκε, αρχικά την 14.07.2010 ημέρα Τετάρτη και από ώρα 16.00' έως 17.00', στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Ιλίου Αττικής ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ΣΔ. Ακολούθως, τη με αρ 5762/2010 διορθώθηκε η ως άνω κατασχετήρια έκθεση και ορίσθηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 22.09.20210, ενώ με τη με αρ 7311/2010 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ανεστάλη ο εν λόγω πλειστηριασμός για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, υπό τον όρο καταβολής 1.000 ευρώ και ορίσθηκε νέα ημέρα πλειστηριασμού η 14,0.2011, κατά την οποία δεν πραγματοποιήθηκε, καθόσον εκ παραδρομής ορίσθηκε η επανάληψη του την 12.01.2011, ήδη δε, με την προσβαλλομένη με αρ 13132/25.05.2010 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Νικολάου Καίσαρη, ορίσθηκε εκ νέου ημέρα πλειστηριασμού η 02.03.2011, ημέρα Τετάρτη και από ώρα 16.00΄ έως 17.00΄, στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου Ιλίου Αττικής, ενώπιον της αυτής συμβολαιογράφου Αθηνών, ΣΔ. Πιθανολογείται, εξάλλου ότι ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, όπως αξιώνει το άρθρο 1 του Ν. 3869/2010, το δε χρέος του προς την καθής η αίτηση δεν ανελήφθη κατά τον τελευταίο χρόνο, αλλά το ως άνω ακίνητο (διαμέρισμα) αποτελεί μεν την κατοικία του στην οποία διαμένει με την σύζυγο του και τον ενήλικο γιο τους (πρώτο μάρτυρα), πλην όμως είναι κύριος και ετέρας οριζοντίου ιδιοκτησίας της αυτής οικοδομής, και δη του διαμερίσματος με στοιχεία Β-3 του δευτέρου ορόφου, εμβαδού 73 τμ, το οποίο έχει παραχωρήσει στην θυγατέρα του προκειμένου αυτή να διαμένει εκεί με την οικογένειά της, όπως πιθανολογείται από την κατάθεση του μάρτυρα της καθής, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ως άλλωστε συνομολογεί και ο μάρτυρας του αιτούντος, ο οποίος στην κατάθεση του υποστηρίζει πως δεν γνωρίζει εάν ο πατέρας του το έχει μεταβιβάσει στην αδελφή του, επιπλέον δε η σύζυγος του είναι κύρια ετέρας κατοικίας στο χωριό Μετόχι Ευβοίας, καθισταμένου απορριπτέου στην ουσία του ισχυρισμού του αιτούντος ότι "δεν θα έχουν πού να μείνουν" εάν εκπλειστηριασθεί εν τέλει το επίδικο ακίνητο. Επομένως, λαμβανομένου υπόψιν και του σκοπού του νομοθέτη, ο οποίος προέκρινε την προστασία της κύριας κατοικίας των οφειλετών, που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, δίνοντας σε αυτούς τη δυνατότητα να τα ρυθμίσουν, διασφαλίζοντας ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης, παράλληλα, ωστόσο, υπό όρους και διαδικασίες που δεν θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών, εν προκειμένω δε η καθής έχει περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση και έχει υποβάλλει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27.10.2010 και με αρ κατάθ 22848 και 2257/28.12.2010 αίτηση συνδιαλλαγής για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 23.03.2011.Συνεπώς, δεν εμπίπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο αιτών στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 για την ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και 36 του Ν 3910/08.02.2011, ώστε ακύρως να επισπεύδεται σε βάρος του η υπό κρίση αναγκαστική εκτέλεση. Ενόψει των ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ως ουσία αβάσιμη, όπως ορίζεται στο διατακτικό, τα δε δικαστικά έξοδα της καθής θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, ο οποίος χάνει τη δίκη (άρθρο 178 Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα της καθής, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
(δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)