Με την 1972/2012 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι είναι αντισυνταγματική η διακοπή του ρεύματος αν δεν πληρώνεται το "χαράτσι" που ενσωματώθηκε στους λογαριασμούς της ΔΕΗ.
Για λόγους ιστορικούς ας δούμε ποιοί μειοψήφισαν και είπαν ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η διακοπή του ρεύματος αν δεν πληρώνεται το "χαράτσι". ΜΕΡΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΣΧΟΛΙΑ......
Για λόγους ιστορικούς ας δούμε ποιοί μειοψήφισαν και είπαν ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η διακοπή του ρεύματος αν δεν πληρώνεται το "χαράτσι". ΜΕΡΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΣΧΟΛΙΑ......
"Επειδή, ως προς το αντιμετωπισθέν στην προηγουμένη σκέψη ζήτημα, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου (Π. Πικραμμένος), οι Αντιπρόεδροι Σ. Ρίζος, Δ. Πετρούλιας, Αγγ. Θεοφιλοπούλου και οι Σύμβουλοι Ν. Ρόζος, Δ. Μαρινάκης και Φ. Ντζίμας, οι οποίοι υπεστήριξαν τη γνώμη ότι η επίμαχη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 53 του ν. 421/2011 είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, με τις ακόλουθες σκέψεις: Σύμφωνα με τη νομολογία της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1909-10/2001), το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αποκλείει τη δυνατότητα νομοθετικής επέμβασης στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσης, η οποία μάλιστα μπορεί να συνίσταται όχι μόνον στην «αναγκαστική προσαρμογή», αλλά και στην κατάργηση της σύμβασης από τον νομοθέτη, εφ’ όσον όμως τούτο «δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι η βλάβη της εθνικής οικονομίας», η δε σχετική νομοθετική ρύθμιση, επιβαλλόμενη με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχουν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, οι οποίες δικαιολογούν το επίμαχο νομοθετικό μέτρο της διακοπής της ηλεκτροδότησης του βαρυνόμενου ακινήτου, ως μέσο εξαναγκασμού για την καταβολή του επίδικου τέλους, εάν ο χρήστης δεν προβαίνει στην καταβολή του μαζί με τον λογαριασμό κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη εκτεθεί (βλ. ανωτέρω σκέψη 8), ρητώς στην ίδια τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, με την οποία θεσπίζεται το επίδικο έκτακτο τέλος, εξαγγέλλεται ότι αυτό επιβάλλεται «για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίσταται στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος». Όπως δε επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση επί του ανωτέρω άρθρου 53, η επιβολή του εν λόγω τέλους υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη να ληφθούν έκτακτα και «κατεπείγοντος χαρακτήρα» μέτρα, ώστε να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι μείωσης του ελλείμματος τόσο για το 2011 όσο και για το 2012. Συνεπώς, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, η κατεπείγουσα, όπως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση, είσπραξη των προϋπολογιζόμενων ποσών από το εν λόγω έκτακτο τέλος, συνιστά όχι έναν συνήθη δημοσιονομικό στόχο, αλλά σκοπό εθνικού συμφέροντος, αφού, και σε συνδυασμό με λοιπά λαμβανόμενα μέτρα, συμβάλλει στην αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσεως που αντιμετωπίζει η Χώρα. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, δηλαδή της ανάγκης κατεπείγουσας πραγματοποίησης εσόδων, για την άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ο νομοθέτης επέλεξε, ως το πλέον πρόσφορο, κατά την κυριαρχική του εκτίμηση, μέτρο, την επιβολή του επίδικου έκτακτου τέλους, όχι επί οιουδήποτε ακινήτου (δομημένου ή αδόμητου), αλλά ειδικώς μόνον επί των «ηλεκτροδοτούμενων» δομημένων επιφανειών των ακινήτων. Και τούτο διότι απέβλεψε τόσο στη φορολόγηση των εν δυνάμει ενεργών, λειτουργικά, οικοδομών (για οικιστική ή εμπορική χρήση), όσο και στην άμεση (οιονεί αυτόματη) και με ελάχιστη, σε σχέση με τις συνήθεις χρονοβόρες διαδικασίες καταλογισμού και είσπραξης των φόρων, δαπάνη για το Δημόσιο, καταβολή του τέλους μαζί με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Ακριβώς δε λόγω αυτού του διττού σκοπού δικαιολογείται πλήρως η φορολόγηση μόνον των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών των ακινήτων και όχι και των λοιπών μη ηλεκτροδοτούμενων, δομημένων, καθώς και των αδόμητων ακινήτων. Για την ικανοποίηση του ανωτέρω σκοπού, δηλαδή, της κατεπείγουσας πραγματοποίησης εσόδων, ο νομοθέτης, επί πλέον, αφ’ ενός προέβλεψε την υποχρέωση καταβολής του τέλους μαζί με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος από τον χρήστη του ακινήτου, ορίζοντας ότι, σε περίπτωση μισθωμένων ακινήτων, με την καταβολή αυτή επέρχεται αυτοδικαίως ο συμψηφισμός με οφειλόμενα ή μελλοντικά μισθώματα. Ρητώς δε όρισε (παρ. 12 του άρθρου 53) ότι η ρύθμιση αυτή κατισχύει κάθε άλλης αντίθετης συμφωνίας των
συμβαλλόμενων μερών, επεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στην μεταξύ του μισθωτή και εκμίσθωση σχέση, για σκοπό που δεν συνδέεται «άμεσα» με την σύμβαση μίσθωσης, αλλά αποβλέπει στην άμεση είσπραξη του τέλους. Οι ανωτέρω ειδικές αυτές ρυθμίσεις, (επιβολή του τέλους μόνον στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, υποχρέωση καταβολής του τέλους από τον χρήστη του ακινήτου με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος και απαγόρευση (διακοπή) της ηλεκτροδότησης του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους) αποτελούν πρόσφορα και αναγκαία μέτρα για την εξυπηρέτηση του ανωτέρω σκοπού, αφού προφανώς εξυπηρετούν την κατεπείγουσα ανάγκη πραγματοποίησης των εσόδων από το επίδικο τέλος. Τούτο δε διότι, η μεν άμεση είσπραξη του τέλους δεν είναι πάντα ευχερής από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, που είναι και το υποκείμενο του φόρου, όταν αυτός δεν είναι και ο χρήστης του ακινήτου ή όταν αυτό είναι αδήλωτο ή αυθαίρετο. Εξ άλλου, η διακοπή της ηλεκτροδότησης του ακινήτου αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο εξαναγκασμού για την πληρωμή της φορολογικής αυτής οφειλής. Και βεβαίως ο περιορισμός αυτός της συμβατικής ελευθερίας, δηλαδή της απαγόρευσης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στο βαρυνόμενο ακίνητο, σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους, δεν αποτελεί ρύθμιση άσχετη προς το αντικείμενο της σύμβασης ηλεκτροδότησης. Η σχέση είναι προφανής, αφού το επίμαχο τέλος επιβάλλεται, για τους προαναφερθέντες εθνικού (και όχι απλώς δημόσιου) συμφέροντος λόγους, μόνον στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, δηλαδή βαρύνει ακίνητα για τα
οποία υπάρχει σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Άλλωστε, σύμφωνα με την ήδη ισχύουσα νομοθεσία, αναγκαία προϋπόθεση για την ηλεκτροδότηση οικοδομής, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανέγερσής της, είναι η βεβαίωση της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ότι έχει υποβληθεί δήλωση του ιδιοκτήτη ή της επιχείρησης κατασκευής, συνοδευόμενη με τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία παραστατικά, προκειμένου να διασφαλίζεται η διενέργεια φορολογικού ελέγχου των ιδιοκτητών και των επιτηδευματιών που εκτέλεσαν τις εργασίες ανέγερσης της οικοδομής (βλ. άρθρα 8 του ν. 1882/1990, 35 και 36 του ν. 2238/1994 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις). "
συμβαλλόμενων μερών, επεμβαίνοντας με τον τρόπο αυτό στην μεταξύ του μισθωτή και εκμίσθωση σχέση, για σκοπό που δεν συνδέεται «άμεσα» με την σύμβαση μίσθωσης, αλλά αποβλέπει στην άμεση είσπραξη του τέλους. Οι ανωτέρω ειδικές αυτές ρυθμίσεις, (επιβολή του τέλους μόνον στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, υποχρέωση καταβολής του τέλους από τον χρήστη του ακινήτου με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος και απαγόρευση (διακοπή) της ηλεκτροδότησης του ακινήτου σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους) αποτελούν πρόσφορα και αναγκαία μέτρα για την εξυπηρέτηση του ανωτέρω σκοπού, αφού προφανώς εξυπηρετούν την κατεπείγουσα ανάγκη πραγματοποίησης των εσόδων από το επίδικο τέλος. Τούτο δε διότι, η μεν άμεση είσπραξη του τέλους δεν είναι πάντα ευχερής από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, που είναι και το υποκείμενο του φόρου, όταν αυτός δεν είναι και ο χρήστης του ακινήτου ή όταν αυτό είναι αδήλωτο ή αυθαίρετο. Εξ άλλου, η διακοπή της ηλεκτροδότησης του ακινήτου αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο εξαναγκασμού για την πληρωμή της φορολογικής αυτής οφειλής. Και βεβαίως ο περιορισμός αυτός της συμβατικής ελευθερίας, δηλαδή της απαγόρευσης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στο βαρυνόμενο ακίνητο, σε περίπτωση μη καταβολής του τέλους, δεν αποτελεί ρύθμιση άσχετη προς το αντικείμενο της σύμβασης ηλεκτροδότησης. Η σχέση είναι προφανής, αφού το επίμαχο τέλος επιβάλλεται, για τους προαναφερθέντες εθνικού (και όχι απλώς δημόσιου) συμφέροντος λόγους, μόνον στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, δηλαδή βαρύνει ακίνητα για τα
οποία υπάρχει σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Άλλωστε, σύμφωνα με την ήδη ισχύουσα νομοθεσία, αναγκαία προϋπόθεση για την ηλεκτροδότηση οικοδομής, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανέγερσής της, είναι η βεβαίωση της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ότι έχει υποβληθεί δήλωση του ιδιοκτήτη ή της επιχείρησης κατασκευής, συνοδευόμενη με τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία παραστατικά, προκειμένου να διασφαλίζεται η διενέργεια φορολογικού ελέγχου των ιδιοκτητών και των επιτηδευματιών που εκτέλεσαν τις εργασίες ανέγερσης της οικοδομής (βλ. άρθρα 8 του ν. 1882/1990, 35 και 36 του ν. 2238/1994 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις). "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου